Εκπαιδευτικά

Η ντοπιολαλιά  της ευρύτερης περιοχής των Τζουμέρκων

Ενδεικτικό λεξιλόγιο
Α
αβανιά (η): ζημιά, βλάβη,κακοτυχία
απ’διά (η): αχλαδιά, γκορτσιά
αβασκαίνου (ρ.): ματιάζω
απ’κατούλια (επίρ.): λίγο πιο κάτω
αβγατίζου, αβγαταίνου, αβγατάου (ρ.): αυξάνω, πληθαίνω, μεγαλώνω, προσθέτω
απ’στουμάου (ρ.): γυρίζω δοχείο με το στόμιο προς τα κάτω, γυρίζω ανάποδα
αβέρτα (επίρ.): συνεχώς
απαπκάτ’ ή απ’κάτ’ (επίρ.): από κάτω
αβραϊά (η): βραγιά, πρασιά, το χώρισμα του χωραφιού με αυλακιές
απέδου (επίρ.): από εδώ
άγανο (το): η πριονωτή βελόνα που έχει το στάχυ των σιτηρών
απέκεια (επίρ.): από εκεί
αγανός (επίθ.): αραιά υφασμένος
απ'θώνου (ρ.): τοποθετώ κάτι πρόχειρα
αγάντα (επίρ.): βάστα
απίδ’ (το): αχλάδι
αγγειά (τα): οικιακά σκεύη
απίκου (επίρ.): είμαι σε αναμονή, σε επιφυλακή
άγγονας (ο): εγγονός, εγγόνι
απίστομα (επίρ.): μπρούμυτα
αγγονιά (η): εγγονή
αποκοντριάζομαι (ρ.): αποβλακώνομαι, γίνομαι ακοινώνητος
αγκάρια (επίρ.): ασταθώς, στέκομαι στα νύχια
απόπαιδο (το): αποκληρωμένο παιδί, περιφρονημένο
αγκέλωμα (το): τσίμπημα με αγκάθι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο
αποπερούλια (επίρ.): κοντά μας αλλά από την απέναντη μεριά
αγκουνάρ' (το): πέτρα που τοποθετείται στη γωνία του τοίχου του σπιτιού
απόρ’μα (το): αυτό που γεννήθηκε πριν την ώρα του
αγκουνή (η): γωνία, αλλά και η προνομιούχα το χειμώνα θέση δίπλα από το τζάκι
απορρίχνου (ρ.): γεννώ πρόωρα, αποβάλλω
αγκούσα (η): δύσπνοια, δυσκολία
αποτώραγια (επίρ.): πριν λίγο
αγνάντιο (το): ψηλό μέρος από το οποίο μπορείς να παρατηρείς και να βλέπεις από μακριά
απουδώθι (επίρ.): από την εδώ πλευρά, από εδώ
αγριομούτσουνος (ο): αυτός που έχει άγριο πρόσωπο
απουκείθι (επίρ.): από την εκεί πλευρά, από εκεί
αδαυτού (επίρ.): σ΄αυτό εδώ το σημείο που είναι κοντά σου
απουπέρα (επίρ.): απέναντι
αδειά (η): διαθέσιμος χρόνος
απουπερούλια (επίρ.): απέναντι και κοντινά
αδρασκίλα (η): μέτρο μήκους που ισοδυναμεί με το άνοιγμα των ποδιών κανονικού βηματισμού
απουπούι (επιφ.): α! πω – πω
αδράχτ’ (το): ειδικό ξύλο γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα, που σχηματίζεται από το γνέσιμο του μαλλιού που τοποθετείται στη ρόκα
απουσταίνου (ρ.): κουράζομαι
αδρύ (το): το τσουχτερό, το δυνατό ποτό
απουτώραϊα (επίρ.): πριν από λίγο
ά-κα (αρν. μόριο): όχι (με έμφαση)
αποχάκ' (επίρ.): ικανοποίηση για τιμωρία
ακαπίστρουτους (ο): χωρίς καπίστρι, ατίθασος
απύτιαγους (ο): αυτός που δεν πήρε πυτιά, δεν τον πιάνει το φαγητό
ακουρμαίνου (ρ.): ακούω με προσοχή
αραλίκ’ (το): ξεγνοιασιά, ανεμελιά, άνεση
αλάνταβος (ο): αυτός που περπατάει απρόσεκτα
αρβάλ' (το): το χερούλι της κατσαρόλας
αλάργα (επίρ.): μακριά
αργάζου (ρ.): επεξεργάζομαι δέρματα, δέρνω κάποιον αλύπητα
αλάρωτος (ο): αυτός που μιλάει συνέχεια
αργανέλλα (η): τριχιά από λινάρι
αλιά (επίρ.): αλίμονο
αρίδα (η): τρυπάνι ξύλου, πόδι
αλίκορδα (επίρ.): ανάποδα, προς το επάνω μέρος
αρμαθιάζου (ρ.): φτιάχνω αρμάθα, περνώ όμοια πράγματα σε κλωστή ή σύρμα
αλλάδερφος (ο): ο ετεροθαλής αδελφός
αρμυροκ’λούρα (η): κουλούρα που έφτιαχναν και έτρωγαν οι ανύπαντρες κοπέλες το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας, για να ονειρευτούν τον άντρα που θα παντρευτούν
αλλαξιά (η): δεύτερη φορεσιά
αρούπουτος (ο): αχόρταγος
αλουμανάου (ρ.): χτυπάω αλύπητα
αρταίνομαι (ρ.): δε νηστεύω
αλσίβα (η): βρασμένο σταχτόνερο που χρησίμευε για το πλύσιμο των ρούχων και για λούσιμο
ασαλάητους (ο): απείθαρχος, ανυπάκουος, αυτός που δεν είχε ποτέ έλεγχο από κανένα
αλ'χτάου (ρ.): γαυγίζω
ασιουμπέιαστος (ο): αυτός που δεν τον απασχολούν τα προβλήματα και οι σκέψεις
αμελίστρα (η): γαλάζιο άγονο χώμα, όπου δε φυτρώνει τίποτε
ασπρούδ’ (το): είδος άσπρου σταφυλιού
αμούντ (επίρ.): εξαφάνιση
αστοχάου (ρ.): ξεχνάω
αμπώχνου (ρ.): σπρώχνω
αστρίτ’ς (ο): είδος φιδιού με στίγματα, πανέξυπνος άνθρωπος με σπινθηροβόλο βλέμμα
αμτί (αμέ τι): αμ’ πώς αλλιώς
ατσίδα (η): έξυπνος, καταφερτζής
αναδεχτούδ’ (το): βαπτιστήρι
αφ’σκάδα (η): ασχήμια, αισχρολογία
αναμεράου (ρ.): κάνω στην άκρη
αφαλοκόβου (ρ.): κόβω τον ομφάλιο λώρο, απειλώ με ξυλοδαρμό
αναπιάνου (ρ.): φτιάχνω προζύμι
αφελάου (ρ.): είμαι ωφέλιμος, χρήσιμος
ανάπουτους (επίθ.): κακότροπος, παράξενος, ιδιότροπος
αφίσκα (επίρ.): άσχημα
ανάργια (επίρ.): αργά
αφόντας (χρον. σύνδ.): από τότε που
ανεβατίζου (ρ.): ανακατεύω το ελάχιστο προζύμι με το σύνολο του ζυμαριού που απαιτείται για το ψωμί
αφόριου (το): ρούχο αφόρετο, αμεταχείριστο
αντέτ’ (το): έθιμο, συνήθεια, άγραφος νόμος
αχπάν’ (επίρ.): επάνω
αντράλα (η): ζαλάδα, σκοτούρα, φασαρία
αψ'χάου (ρ.): τσιγκουνεύομαι
αξούρ’γους (ο): αξύριστος


Τα βασικά φωνητικά γνωρίσματα του γλωσσικού ιδιώματος των Τζουμέρκων είναι:

1. Η κώφωση των άτονων ο και ω, που ακούγονται σαν ου και των άτονων ε και αι, που ακούγονται σαν ι: Πέτρους (=Πέτρος), κουρίτσι (=κορίτσι), σκάβου (=σκάβω), κρυώνου (=κρυώνω), Διφτέρα (=Δευτέρα), πιδί (=παιδί).

2. Η αποβολή του άτονου τελικού ι, στα ουδέτερα ουσιαστικά και του άτονου τελικού η στα θηλυκά: σπίτ' (=σπίτι), χέρ' (=χέρι), μύτ' (=μύτη), Τρίτ' (=Τρίτη) καθώς και των άτονων φωνηέντων και διψήφων ανάμεσα σε σύμφωνα: σ'κώνουμι (=σηκώνομαι), μ'κρός (=μικρός), π'νάου (=πεινάω), αλ'πού (=αλεπού), κ'τάβι (=κουτάβι), σκ'λί (=σκυλί).

3. Η αποβολή στα ρήματα του άτονου ει του β΄ και γ΄ ενικού προσώπου: γράφ'ς, (=γράφεις), κρέν'ς (=κρένεις).

4. Η αποβολή του αρχικού φωνήεντος κάποιων λέξεων: γελάδα (=αγελάδα).

5. Η εμφάνιση σε μερικές λέξεις του αρχικού φωνήεντος α: απ'δάου (=πηδάω)

6. Η συγκοπή (εξαφάνιση) μερικών συμφώνων: δάχ'λα (=δάχτυλα).

7. Η τροπή του αρχικού ε σε ου: ουρμ'νεύω (=ερμηνεύω) Τα τρία πρώτα γνωρίσματα εμφανίζονται καθολικά, ενώ τα υπόλοιπα σε μερικές περιπτώσεις. Το γλωσσικό ιδίωμα των Τζουμέρκων, χρησιμοποιεί λέξεις της νεοελληνικής κοινής που υπόκεινται στους παραπάνω κανόνες, αλλά και δάνεια από γλώσσες γειτονικών λαών.

Βιβλιογραφία

•Μπόγκας Ευάγγελος: «Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου», Εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα, 1964.

•Παπακίτσος Χρήστος: «Από τη Τζουμερκιώτικη Λαλιά στη Λαϊκή μας Παράδοση», Έκδοση Δήμου Αγνάντων, Αθήνα, 2006.

•Φίλος Στέφανος: «Τζουμερκοχώρια», Έκδοση Αδελφότητας Αγναντιτών Αθήνας, Αθήνα, 1994.

Πηγή : http://www.hosepsi.net/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διατηρώ το δικαίωμα να διαγράφω σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο