Πέταξαν πολύ κόσμο στα πηγάδια»
Ο
Αντώνης Σκουτέλης στον τάφο των γονιών του, Πολυξένης και Γιάννη. «Μέχρι πότε
εμείς οι Ελληνες θα τρωγόμαστε;», λέει στην «Κ».
ΒΟΪΒΟΝΤΙΝΑ - ΑΠΟΣΤΟΛΗ. «Ολα ήταν
προσυνεννοημένα. Ενώ άρχισαν να μιλούν, πετάχτηκε ο Σ. (σ.σ.: λέει το όνομά
του) με το τσεκούρι και αφού εκστόμισε μια χυδαία βρισιά, τον χτύπησε δύο
φορές. Μια από τη δεξιά πλευρά στον λαιμό και μια από την αριστερή. Του έκοψε
το κεφάλι. Εβαλαν τον λαιμό από το ακέφαλο πτώμα σε μια λεκάνη η οποία γέμισε
με αίμα. Από κάτω είχαν έτοιμο ένα κάρο. Τον φόρτωσαν τυλιγμένο σε μια κουβέρτα
και τον πέταξαν σε κάποιο πηγάδι. Εριξαν κόσμο στα πηγάδια, το πόσους όμως δεν
ξέρω, είχα φύγει νωρίτερα».
Καθώς το αυτοκίνητο διασχίζει τον αυτοκινητόδρομο από
το Νόβισαντ προς το χωριό Μάγκλιτς, στη Βοϊβοντίνα, στα σύνορα της Σερβίας με
την Ουγγαρία, η περιγραφή του καπετάνιου του ΕΛΑΣ και αργότερα του Δημοκρατικού
Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) Βασίλη Γκανάτσιου (Χείμαρρου) της δολοφονίας του «δήμιου
του Μπούλκες» και εξέχοντος στελέχους του ΚΚΕ Μιχάλη Πεχτασίδη, από ανθρώπους
του Ζαχαριάδη, όπως μου την είχε αφηγηθεί λίγες ημέρες πριν, στριφογυρίζει στο
μυαλό μου και το μάτι ψάχνει στον απέραντο κάμπο για πηγάδια...
Υπάρχουν άραγε ακόμα σήμερα οι «πηγάδες του Μπούλκες»,
στις οποίες ο ανελέητος μηχανισμός του Ζαχαριάδη εξαφάνιζε τα «σκουλήκια», τους
διαφωνούντες δηλαδή, όπως κατήγγειλαν σε άρθρα και βιβλία, αργότερα, μέλη και
στελέχη του ΚΚΕ που βίωσαν τον «Μελιγαλά της Αριστεράς»;
Τι ακριβώς έγινε σ’ αυτό το χωριό με τη βαυαρική όψη,
που σήμερα ονομάζεται Μάγκλιτς, αφότου εγκαταστάθηκαν, αρχής γενομένης την
άνοιξη του 1945, μερικές χιλιάδες Ελληνες κομμουνιστές και γιατί
αλληλοεξοντώνονταν;
Η... Εβδομη Δημοκρατία
Ζουν σήμερα Ελληνες στο Μπούλκες; Τι ξέρουν οι ντόπιοι
για την «ελληνική κομμούνα» που λειτούργησε στο χωριό τους και προοριζόταν να
αποτελέσει την... Εβδομη Δημοκρατία της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας;
Η σκέψη όσο πλησιάζουμε -και αρχίζει να αχνοφαίνεται
στον κάμπο το καμπαναριό του καθεδρικού ναού, γοτθικού ρυθμού, του Μάγκλιτς-
γυρίζει πίσω: στο 1945 όταν η ηγεσία του ΚΚΕ μετά την ήττα στα Δεκεμβριανά και
τη συμφωνία της Βάρκιζας στέλνει, κατόπιν συμφωνίας με τον Τίτο, χιλιάδες
στελέχη και μέλη του κόμματος με τις οικογένειές τους στη Γιουγκοσλαβία. Για να
γλιτώσουν από τη «λευκή τρομοκρατία» της Ακροδεξιάς, σύμφωνα με την επίσημη
κομματική εκδοχή, ή, για την «άλλη πλευρά», να εκπαιδευτούν για τον «δεύτερο
γύρο», τον Εμφύλιο δηλαδή, που θα άρχιζε σε λίγο.
Εκεί λοιπόν, οι Ελληνες κομμουνιστές θα βρεθούν σ’
έναν επίγειο παράδεισο, το Μπούλκες, ένα χωριό στο οποίο κατοικούσαν Γερμανοί
οι οποίοι το εγκατέλειψαν ή εκδιώχθηκαν ως συνεργάτες των ναζί με την
απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας, και εκεί θα επιχειρήσουν το πρώτο πείραμα μιας
«αταξικής κοινωνίας», με κολεκτίβες, δικό τους νόμισμα (!), ιδεολογική
«καθαρότητα» στη βάση των αρχών του μαρξισμού-λενινισμού, όπως τον ερμήνευε ο
Στάλιν, που θα εφάρμοζαν σε μια «λεύτερη Ελλάδα».
Απαιτούν εξηγήσεις
Γρήγορα όμως ο παράδεισος θα μετατραπεί σε κόλαση για
τους περισσότερους. Με το που εγκαταστάθηκαν στο χωριό, άρχισαν οι φασαρίες.
Πολλοί αντάρτες και «καπετάνιοι», αμέσως μετά την εγκατάσταση στο Μπούλκες,
ζήτησαν εξηγήσεις από την ιεραρχία του ΚΚΕ για την «προδοσία» της Βάρκιζας και
την «παράδοσης της εξουσίας στον εχθρό». Η ελεγχόμενη από τον Ζαχαριάδη τοπική
κομματική ηγεσία θα αντιδράσει σκληρά.
Οσοι δεν συντάσσονταν με την επίσημη γραμμή διώκονταν
αμείλικτα. Πολλοί εξ αυτών δολοφονήθηκαν και τα πτώματά τους πετάχτηκαν σε
πηγάδια, ενώ όσοι έπεφταν σε μόνιμη δυσμένεια διαγράφονταν, στέλνονταν σ’ ένα
«γκούλαγκ» σε νησάκι του Δούναβη, κοντά στο Μπέλενε της Βουλγαρίας, για
«διαπαιδαγώγηση».
Ο χαφιεδισμός και η τρομοκρατία σάρωναν την κοινωνία,
και τα πράγματα θα αγριέψουν μετά το 1948 με τη σύγκρουση Τίτο - Στάλιν. Οι
πρόσφυγες θα χωριστούν σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, το μίσος ανάμεσά τους θα
θεριέψει και θα διαπραχθούν απίστευτες ωμότητες.
Το νεκροταφείο
Η αγωνία για το τι θα συναντήσουμε κορυφώνεται με το
που στρίβουμε από τον κεντρικό δρόμο προς Μάγκλιτς, όπως δείχνει η πινακίδα.
Μπροστά μας το νεκροταφείο του χωριού, οι τάφοι φορτωμένα με «μήλα», σερβικό
ταφικό έθιμο. Εκείνη την ώρα βρισκόταν σε εξέλιξη κηδεία.
Ο Τζούρο Μπογιάνοβιτς και η Νόνκα Μιχαΐλοβιτς, αφού
άναψαν κεριά στους δικούς τους, προθυμοποιούνται να μας δείξουν τάφους Ελλήνων.
Μας οδηγούν στο μνήμα της Αρετής Τσολάκη και των Γεωργίου και Μυροφόρας
Κωνσταντινίδη. Υπήρχε και ένα άλλο, του ζεύγους Σκουτέλη, το οποίο θα μας
δείξει αργότερα ο γιος τους. Είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες, μαζί με τρεις εναπομείνασες
οικογένειες, για το πέρασμα των Ελλήνων από το χωριό. «Τι ξέρετε εσείς για τους
Ελληνες που έζησαν εδώ;», τους ρωτάμε.
«Ηρθαν κάποιοι κομμουνιστές, τους έδωσαν σπίτια και
περιουσίες, μετά άρχισαν να μαλώνουν, να σφάζονται και να πετάει ο ένας τον άλλο
στα πηγάδια», λέει ο Τζούρο.
«Στο σπίτι που εγκατασταθήκαμε εμείς μετά, στεγαζόταν
η μυστική υπηρεσία του κόμματος· φυσικά το ανακαινίσαμε», προσθέτει η
Μιχαΐλοβιτς.
Ο δρόμος που οδηγεί στην πλατεία είναι φαρδύς, μοιάζει
με λεωφόρο. Πανέμορφα σπίτια με γραφικές στέγες, ευρύχωρες αυλές και κήπους
ξεπροβάλλουν ανάμεσα σε φυλλωσιές δένδρων. Ετσι τα παρέλαβαν οι δικοί μας, έτσι
τα άφησαν, έτσι παραμένουν και σήμερα. Ειδυλλιακό μέρος για να ζήσει και να
δημιουργήσει κανείς. Οχι όμως και για τους Ελληνες κομμουνιστές, που θα γράψουν
εκεί σ’ αυτό το χωριό-ζωγραφιά, όπου σήμερα συμβιώνουν αρμονικότατα 17 (!)
διαφορετικές εθνότητες, μια από τις πιο μελανές σελίδες τους.
Παραμένουν τρεις ελληνικές οικογένειες
Αναζητώντας, εβδομήντα χρόνια μετά, «ελληνικά ίχνη», ξεκινάμε
από το δημαρχείο.
Η ληξίαρχος Βίνκα Μαριάνοβιτς, που είναι «κάτι σαν
αντιδήμαρχος», μας πληροφορεί ότι στο χωριό υπάρχουν μόνο τρεις οικογένειες,
των Γιάννη Σκουτέλη, Γιώργου Κωνσταντινίδη και Παύλου Ιωσηφίδη. Με βάση τις
μαρτυρίες που είδαν το φως κατά καιρούς από ελληνικής πλευράς, από το Μπούλκες
πέρασαν, σ’ ένα διαρκές πηγαινέλα, περίπου 8.000 πρόσφυγες στο διάστημα
’45-’49.
«Δυστυχώς δεν έχουμε στοιχεία για την εποχή εκείνη. Οι
Ελληνες φεύγοντας το 1949 τα μάζεψαν και τα έκαψαν στην πλατεία του χωριού για
να μην πέσουν στα χέρια των γιουγκοσλαβικών αρχών και από εκεί καταλήξουν στην
κυβέρνηση των Αθηνών», λέει.
Οσο για τα πηγάδια, τόσο η Βίνκα όσο και ο πρώην
δήμαρχος Ράντομιρ Ζόταβιτς μας λένε ότι δεν υπάρχουν πια. «Τα επιχωμάτωσαν
αργότερα όταν έγιναν αρδευτικά έργα και εκείνα που ήταν μέσα στο χωριό τα
έκαναν βόθρους. Πάντως η κοινωνία ξέρει ότι σε κάποια από αυτά έριχναν
σκοτωμένους οι Ελληνες. Φήμες λένε πως βρέθηκαν αργότερα 17 σκελετοί σ’ ένα
πηγάδι. Χρόνια μετά, στο όργωμα των χωραφιών, οι γεωργοί έβρισκαν ανθρώπινα
οστά. Οι άνθρωποι εδώ έχουν κακή εικόνα για εκείνους του Ελληνες, ξέρουν ότι
τσακώνονταν και σκοτώνονταν μεταξύ τους».
Μολονότι πολλοί διωχθέντες του Μπούλκες μίλησαν
αργότερα για ένα νησάκι στον Δούναβη όπου οδηγούσαν τα «αντικομματικά στοιχεία»
και τα υπέβαλαν σε ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, όσους και αν ρωτήσαμε,
απάντησαν πως δεν υπάρχει νησί στον Δούναβη, τουλάχιστον κοντά στο Μάγκλιτς.
Ο Αντώνης Σκουτέλης έσκιζε μ’ ένα τσεκούρι ξύλα για τη
σόμπα όταν εμφανιστήκαμε στην αυλή του σπιτιού του και μας υποδέχτηκε ευγενικά,
μολονότι οι πληροφορίες ήθελαν να αποφεύγει να μιλάει για το θέμα. Με καταγωγή
από τη Θεσσαλονίκη, εργαζόταν ως εικονολήπτης στην τηλεόραση του Νόβισαντ, ιδιότητα
με την οποία ταξίδεψε πολλές φορές στην Ελλάδα. Τώρα είναι συνταξιούχος.
Γεννήθηκε το 1953 και είναι ένα από τα μετρημένα στα δάχτυλα «παιδιά του
Μπούλκες» που έμειναν στο χωριό.
«Οι γονείς μου μαζί με άλλες 10-12 οικογένειες δεν
έφυγαν το 1949. Σήμερα έχουν απομείνει τρεις οικογένειες, οι άλλες σκόρπισαν».
Οταν η συζήτηση φτάνει στο «τι ξέρει» για τα γεγονότα του Μπούλκες, δείχνει να
μη θέλει να συζητήσει.
«Η αλήθεια είναι ότι οι Ελληνες που απέμειναν στον
Μπούλκες δεν μιλούσαν ποτέ για το τι έγινε εδώ. Το έκρυβαν σαν μεγάλη ντροπή.
Ισως μεταξύ τους να το κουβέντιαζαν, εγώ όμως δεν άκουσα τίποτα από αυτούς. Οι
γονείς μου δεν άνοιξαν ποτέ συζήτηση γι’ αυτό...».
Επιμένουμε, υπενθυμίζοντας κάποιες σκοτεινές πλευρές
της παρουσίας των Ελλήνων.
Γελάει. «Πού να ξέρω. Ολοι μιλάνε για τα πηγάδια και
όλοι ρωτούν για τα πηγάδια. Καμία φορά δεν άκουσα από τους Ελληνες που έζησαν
εδώ γι’ αυτά τα πηγάδια. Από κανέναν».
– Ούτε για σκοτωμούς και βασανιστήρια;
– Αυτά τα άκουσα όπως και εσείς. Από τους ίδιους
πάντως καμία φορά. Την αλήθεια για το Μπούλκες δεν την έχει πει κανένας. Η
αλήθεια δεν έχει βγει και δεν έχει βγει γιατί είναι τόσο δύσκολη, σκληρή, που
δεν είχε το θάρρος να την πει κανένας απ’ όσους την έζησαν. Τώρα εμείς που δεν
τη ζήσαμε, εσείς και εγώ, τι να πούμε; Εκείνοι ξέρουν σίγουρα τι έγινε.
– Υπήρχε μια ένοχη σιωπή, δηλαδή;
– Ηταν ένα κρυφό μυστικό. Αργότερα έμαθα κάποια
πράγματα. Το κακό ξέρετε ποιο είναι; Μέχρι πότε εμείς οι Ελληνες θα τρωγόμαστε
και θα σκοτωνόμαστε; Εδώ όλοι ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, Ελληνες, κομμουνιστές,
και σφάχτηκαν. Ο αδερφός τον αδερφό, ήταν ντροπή.
Ο ήλιος έδυε στον κάμπο της Βοϊβοντίνα. Ανθρωποι του
χωριού μας είπαν ότι απουσίαζαν εκείνη την ημέρα οι άλλες δύο οικογένειες. Πριν
αναχωρήσουμε για το Βελιγράδι, ο Αντ. Σκουτέλης μας δείχνει το κτίριο ενός
σχολείου στο κέντρο του χωριού. «Εδώ ήταν το πολιτιστικό κέντρο των Ελλήνων, το
έχτισαν οι ίδιοι και μάλιστα είχε κίονες κορινθιακού ρυθμού. Θυμάμαι ότι
μπαίναμε κρυφά και παίζαμε μικροί. Αργότερα οι Γιουγκοσλάβοι το γκρέμισαν γιατί
είχε στατικά προβλήματα στην κατασκευή», λέει πριν μας οδηγήσει στο μνήμα των
γονιών του και μας αποχαιρετήσει, με την παράκληση «να μην το κιτρινίσουμε» (το
ρεπορτάζ...).
«Σκότωσαν τον Πεχτασίδη με εντολή Ζαχαριάδη»
Ο Βασίλης Γκανάτσιος διετέλεσε με το ψευδώνυμο
«Χείμαρρος» καπετάνιος του ΕΛΑΣ και υποστράτηγος του ΔΣΕ στον Εμφύλιο και είναι
ο τελευταίος εν ζωή «Μπουλκιώτης». Κατέφυγε στο Μπούλκες Μάιο του 1945, με
εντολή του Μάρκου Βαφειάδη, όταν μετά τη Βάρκιζα αντιλήφθηκε ότι είχε τεθεί στο
στόχαστρο των αντιπάλων.
«Φτάνοντας στο Μπούλκες, με τοποθέτησαν στην περιβόητη
Υπηρεσία Τάξης Ομάδας (ΥΤΟ), την αστυνομία, δηλαδή, της κοινότητας. Οι φασαρίες
είχαν αρχίσει, αλλά έβλεπα πράγματα που δεν μου άρεσαν. Ετσι, ζήτησα να με
αλλάξουν και με έβαλαν στο μεταφραστικό τμήμα. Στην κομματική επιτροπή
πλειοψηφούσαν οι Ακροναυπλιώτες, σκληροί κομματικοί, αυτοί ήταν με την ηγεσία.
Ο κόσμος διαμαρτυρόταν, ζητούσε εξηγήσεις για την ήττα, ενώ εμείς ελέγχαμε την
κατάσταση. Αυτό ήταν το μεγάλο ζήτημα, τα αίτια της ήττας. Υπήρξε διχασμός: από
τη μια μεριά οι αντάρτες που πολέμησαν και από την άλλη η κομματική επιτροπή
που υπερασπιζόταν την ηγεσία».
– Ποιος ήταν ο ρόλος του Μιχάλη Πεχτασίδη;
– Ο Πεχτασίδης ήταν στέλεχος της ΟΠΛΑ στην Αθήνα και
τον έστειλε ο Ζαχαριάδης στο Μπούλκες για να επιβάλει τη γραμμή του κόμματος.
Ανέλαβε τα ηνία της κοινότητας και πρωτοστάτησε στις εκκαθαρίσεις, μέχρις ότου
τον σκότωσαν και αυτόν. Υπήρχε κλίμα τρομοκρατίας. Το βίωσα, όταν σε μια συνδιάσκεψη
τόλμησα να εκφράσω τη διαφωνία μου για τη γραμμή του κόμματος, αλλά και για την
αντιμετώπιση όσων είχαν διαφορετική άποψη. Διαφωνούσαν και άλλοι καπετάνιοι. Το
βράδυ οργάνωσαν μια ομάδα γύρω στα είκοσι άτομα, ήρθαν με χωνί κάτω από το
σπίτι μου, αλλά και σε άλλους μη πιστούς υποτίθεται, και φώναζαν:
«Σκουλήκια, προδότες». Αφού με διέγραψαν, με έστειλαν
να μείνω σ’ ένα άλλο σπίτι, όπου ήρθε ένας της κομματικής επιτροπής και
κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο για να με παρακολουθεί. Ολους όσοι διαφωνούσαμε μας
είχαν στην απομόνωση, μας παρακολουθούσαν.
– Τι ξέρετε για τα πηγάδια;
– Κανονικά πηγάδια που έβγαζαν νερό για το πότισμα των
χωραφιών ήταν. Σ’ ένα από αυτά έριξαν και τον Πεχτασίδη, όπως μου είπε ένας από
τους φερόμενους ως δολοφόνους, κομματικός, ο Σ., από την Ηπειρο, ένας
άντρας-θηρίο. Αυτός μου διηγήθηκε το 1949 στο Μοναστήρι της Σερβίας, τη
δολοφονία του Πεχτασίδη. Οπως μου είπε, μ’ έναν άλλον σύντροφο πήγαν από την
Ελλάδα στο Μπούλκες με εντολή του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος να σκοτώσουν
τον Πεχτασίδη. Κατά τα λεγόμενά του πήγαν συστημένοι στον γραμματέα της
οργάνωσης, τον Μπαρμπαλέξη, και του μίλησαν για τον σκοπό της άφιξής τους. Ο
Ζαχαριάδης, σύμφωνα με τα όσα μου είπε μετά ο Μήτσος Βλαντάς, ήθελε να τον
βγάλει από τη μέση γιατί τον θεωρούσε άνθρωπο των Γιουγκοσλάβων. Την άλλη μέρα,
αφού ενημερώθηκαν, φώναξαν τον Πεχτασίδη στα γραφεία, όπου ενώ μιλούσε με τον
Μπαρμπαλέξη, πετάχτηκε με το τσεκούρι ο Σ. και του έκοψε το κεφάλι. «Του δίνω
μια από τη μια πλευρά, μια από την άλλη, κόπηκε το κεφάλι. Τον βάζουμε στη
λεκάνη, γέμισε με αίμα», θυμάμαι ότι μου είπε. Από κάτω είχαν έτοιμο ένα κάρο
και, ε, πήγαν και τον έριξαν σε κάποιο πηγάδι. Με το που τελείωσαν τη δουλειά,
έφυγαν αμέσως από το Μπούλκες.
– Οσο ήσουν εκεί, είχες ακούσει για δολοφονίες άλλων
διαφωνούντων;
– Ναι, ακουγόταν, κυκλοφορούσαν τέτοιες φήμες, ότι
έριχναν κόσμο στα πηγάδια, πόσους δεν ξέρω, γιατί εγώ έφυγα σχετικά νωρίς.
Ο Βασίλης Γκανάτσιος θα κληθεί από το κόμμα, αφού
πρώτα τον αποκατέστησε, να κατέβει στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1946 για να του
ανατεθεί η διοίκηση του υπό σύσταση στρατηγείου Κεντρικής και Δυτικής
Μακεδονίας του ΔΣΕ και δεν θα επιστρέψει ποτέ στο Μπούλκες. Αλλωστε, στα μέσα
Αυγούστου του 1949 οι Ελληνες θα εγκαταλείψουν την «κομμουνιστική όαση» στη
Γιουγκοσλαβία και θα καταφύγουν στην Τσεχοσλοβακία και την Ουγγαρία. Το
Μπούλκες όμως θα εξακολουθεί να αμαυρώνει την ιστορία της ελληνικής
κομμουνιστικής Αριστεράς, καθώς 70 χρόνια μετά δεν έχει ανοίξει συζήτηση για το
τι πραγματικά έγινε σ’ αυτό το χωριό...